κουφισμα

κουφισμα
    κούφισμα
    -ατος τό облегчение, утешение, поддержка
    

χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. — ожидать посторонней помощи;

    κ. πρὸς τὰς τύχας Plut. — утешение в превратностях судьбы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κουφισμα" в других словарях:

  • κούφισμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ …   Dictionary of Greek

  • κουφίσματα — κούφισμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφίσματος — κούφισμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»